θεότρελος

θεότρελος
-η, -ο
θεοπάλαβος: Έχει θεότρελες ιδέες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεότρελος — η, ο 1. ο εντελώς τρελός 2. αυτός που παρασύρεται σε παράλογες πράξεις από πάθος …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοπάλαβος — η, ο τελείως παλαβός, ο θεότρελος …   Dictionary of Greek

  • θεόλωλος — η, ο θεότρελος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”